- αινοπαθής
- αἰνοπαθής, -ὲς (Α)αυτός που υποφέρει φρικτά, που δεινοπαθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + -παθὴς < ἔπαθον, πάσχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνοπαθής — suffering dire ills masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθῆ — αἰνοπαθής suffering dire ills neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθεῖς — αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem acc pl αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθές — αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem voc sg αἰνοπαθής suffering dire ills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθοῦς — αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek